- κάσταν
- καθίστημιset downaor ind act 3rd pl (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάστανο — Βλ. λ. καστανιά (κάστανο). * * * το (AM κάστανον, Α και κάστανος και καστανέα και καστανιά, ή, και καστάναιον και καστάν(ε)ιον, τὸ) ο καρπός τού δέντρου καστανιά νεοελλ. φρ. α) «βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά» εκτελώ το δύσκολο και επικίνδυνο… … Dictionary of Greek
καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… … Dictionary of Greek
κολοκυνθέα — κολοκυνθέα, ἡ (Μ) η κολοκυθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύνθη + κατάλ. έα (πρβλ. κασταν έα, κερασ έα)] … Dictionary of Greek
ξανθόμματος — ξανθόμματος, ον (Α) αυτός που έχει ξανθά, δηλ. ανοιχτά καστανά μάτια ή ξανθά φρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + ὄμμα, ατος (πρβλ. κασταν όμματος)] … Dictionary of Greek
φιστικάς — ο, Ν 1. ιδιοκτήτης εκτάσεων με φιστικιές 2. έμπορος ή πωλητής φιστικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιστίκι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς, κασταν άς)] … Dictionary of Greek